λεωφορειούχος

λεωφορειούχος
otobüs sahibi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεωφορειούχος — ο [λεωφορείο] ο ιδιοκτήτης λεωφορείου …   Dictionary of Greek

  • λεωφορειούχος — ο ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”